- ανιδρύω
- ανίδρυσα, -ύθηκα, -υμένος, ανοικοδομώ, ανεγείρω: Τα ιερά της Αθήνας ανιδρύθηκαν μετά την καταστροφή τους από τους Πέρσες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανιδρύω — (Α ἀνιδρύω) νεοελλ. 1. επανιδρύω, επανασυνιστώ, αποκαθιστώ 2. ανεγείρω, ανοικοδομώ αρχ. στήνω άγαλμα ή ανδριάντα … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek
υπερανιδρύω — Μ τοποθετώ κάτι σε υψηλότερη θέση από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνιδρύω «ανεγείρω, ανοικοδομώ, στήνω άγαλμα»] … Dictionary of Greek